- εντελής
- ης, ες совершенный, полный;
εντελής θεραπεία — полное исцеление;
εντελής καταστροφή — полная катастрофа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντελής θεραπεία — полное исцеление;
εντελής καταστροφή — полная катастрофа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐντελής — complete masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντελής — ές (AM ἐντελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω ντελῆ», Αριστοφ.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος μσν. φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος αρχ. 1. (για άνθρ.) ο τέλεια… … Dictionary of Greek
εντελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο τέλειος σε όλα, πλήρης, ολοσχερής, ολοκληρωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντελῆ — ἐντελής complete neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντελής complete masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντελής complete masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέστερον — ἐντελής complete adverbial comp ἐντελής complete masc acc comp sg ἐντελής complete neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεστάτων — ἐντελής complete fem gen superl pl ἐντελής complete masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεστέρων — ἐντελής complete fem gen comp pl ἐντελής complete masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεστέρως — ἐντελής complete masc acc comp pl (doric) ἐντελής complete comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέα — ἐντελής complete neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐντελής complete masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελές — ἐντελής complete masc/fem voc sg ἐντελής complete neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέστατα — ἐντελής complete adverbial superl ἐντελής complete neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)